Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

ΕΠΙΔΕΙΞΙΟΜΑΝΙΑ


ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ

Διαγνωστικά κριτήρια Οι έρευνες για την επιδειξιομανία παρουσιάζουν τάση μείωσης σε σχέση με τις άλλες παραφιλίες τα τελευταία χρόνια. Υπήρξε κάποια έξαρση από περιγαφικές μελέτες ανάμεσα στο 1940-1960 και με ερευνητικές μελέτες αμέσως μετά. Ο κύριος όγκος όμως της έρευνας φαίνεται να έχει στραφεί στη βίαιη σεξουαλική παραπτωματικότητα, κυρίως την παιδοφιλία και το βιασμό. Τα κριτήρια του όρου "exhibitionism" (επιδειξιομανία) που προτάθηκε από τον Lasgue το 1877 (Cox, 1980) φαίνεται να μην διαφέρουν πολύ από τα κριτήρια του DSM-IV (American Psychiatric Association, 1994). Σύμφωνα με το DSM-IV, τα κριτήρια για τη διάγνωση της επιδειξιομανίας απαιτούν: Α. Tην ύπαρξη για τουλάχιστον έξι μήνες επαναλαμβανόμενων σεξουαλικών τάσεων, φαντασεώσεων ή συμπεριφορών έκθεσης των γεννητικών οργάνων σε έναν ανυποψίαστο άγνωστο, και Β. Αυτές οι φαντασιώσεις, τάσεις και συμπεριφορές προκαλούν σημαντική κλινική δυσφορία ή διαταραχή στη κοινωνική, εργασιακή ή άλλη σημαντική περιοχή της λειτουργικότητας. Τα διαγνωστικά αυτά κριτήρια δεν δίνουν πληροφορίες για την αιτιολογία ή τις θεραπευτικές ανάγες του ασθενούς. Επιπλέον, οι μηχανισμοί άμυνας άρνηση και ελαχιστοποίηση που αναπτύσουν οι δράστες δυσκολεύουν τη διαγνωστική προσπέλαση και διευκρίνηση του χρονικού περιορισμού των έξι μηνών. Ηλικία έναρξης Η επιδειξιομανία, όπως όλες οι παραφιλίες, έχουν πρώιμο χρόνο έναρξης. Οι Abel και Rouleau (1990) σε μελέτη 142 επιδειξιών βρήκαν ότι στο 50% η έναρξη αυτού του τύπου σεξουαλικού ενδιαφέροντος ήταν πριν τα 18. Παρόλα αυτά, η έναρξη της δραστηριότητας γίνεται γύρω στα 25 (Berah & Myers, 1983), ενώ υπάρχει σαφής πτώση στην έναρξη μετά τα 40. Μετά την ηλικία αυτή η έναρξη της δραστηριλοτητας κυμαίνεται από 6% (Mohr et al, 1964) έως 27% (Radzinowicz, 1957). H επιδειξιομανία είναι βασικά μια διαταραχή των ανδρών με θύματα τις γυναίκες. Υπάρχουν ορισμένα περιστατικά γυναικείας επιδειξιομανίας που όμως δεν αφορούσαν έκθεση σε άνδρες (Freund, 1990). Ένα μεγάλο ποσοστό των θυμάτων είναι παιδιά ή έφηβοι. Τα ποσοστά αυτά κυμαίνονται από 28% (MacDonald, 1973), έως 66% (Cox & MacMahons, 1978), και πραγματικά παραμένει αναπάντητο το ερώτημα εάν οι δράστες στα περιστατικά αυτά είναι κυρίως παιδόφιλοι (Murphy, 1997). Κοινωνιολογικά δεδομένα των δραστών δείχνουν ότι οι μισοί περίπου είναι έγγαμοι, ενώ δεν διαφέρουν από τον γενικό πληθυσμό στην εκπαίδευση και το επάγγελμα (Blair & Lanyon, 1981). Επιδημιολογία Η συχνότης και ο επιπολασμός της επιδειξιομανίας είναι άγνωστη. Κάποιες πρώιμες έρευνες έδειξαν ότι οι επιδειξιομανείς αποτελούν το ένα τρίτο των σεξουαλικών παραπτωματιών (Mohr et al, 1964). Οι Abel και Rouleau (1990), βρήκαν ότι το 25% των 565 σεξουαλικών παραπτωματιών που παρακολουθούσαν είχαν κάποιο ιστορικό επιδειξιομανίας, αν και οι περισσότεροι από αυτούς είχαν εμπλακεί και σε κάποια άλλη παραφιλική συμπεριφορά. Όπως σε όλες τις παραφιλικές διαταραχές, αυτοί που αναφέρονται επίσημα αναπαραστούν ένα μικρό ποσοστό των πραγματικών περιστατικών. Οι Cox και Maletzky (1980), βρήκαν ότι μόνο 17% των περιστατικών αναφέρονται. Οι Gittleson et al, (1978), μελετώντας ένα δείγμα νοσοκόμων μέσης ηλικίας 37 ετών, βρήκαν ότι το 44% είχε πέσει θύμα επιδειξιομανίας, ενώ οι Cox και MacMahon (1978), μελετώντας 405 φοιτήτριες στις ΗΠΑ, βρήκαν ότι 32% είχαν πέσει θύμα επιδειξιομανίας. Οι Abel και Rouleau (1990), μελετώντας την έκταση της δραστηριότητας των 142 επιδειξιομανών βρήκαν ότι αυτοί είχαν 73.000 περίπου θύματα, αριθμός που αναπαριστά το 38% όλων των θυμάτων που αναφέρθηκαν από το σύνολο των 561 παραφιλικών. Στοιχεία της Προσωπικότητας Αρκετές πρώιμες έρευνες ανέφεραν ποικίλες ψυχιατρικές διαταραχές που σχετίζονταν με την επιδειξιομανία και περιέγραφαν τους δράστες σαν "ντροπαλούς", "συνεσταλμένους" και "ψυχονευρωτικούς" (Blair &Lanyon, 1981). Οι Smuker και Schiebel (1975), βρήκαν υποκλινικές ανυψώσεις της διάστασης της ψυχοπαθητικότητας στο MMPI, ενώ επιπλέον ο McCreary (1975) βρήκε ότι οι διαταραχές στο MMPI σχετίζονταν με τον βαθμό της επιδειξιομανικής δραστηριότητας. Αντίθετα, οι Forgac et al (1982), βρήκαν ότι οι ανυψώσεις αυτές στο MMPI οφείλονταν σε μη-επιδειξιομανικές παραπτωματικές συμπεριφορές. Γενικότερα φαίνεται να μην υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο προφίλ ψυχολογικής δυσλειτουργίας ή κάποια χαρακτηριστική ψυχοπαθολογία που να οδηγεί στην ανάπτυξη επιδειξιομανίας. Σχέση με άλλες παραφιλίες Ο Freund (1990), βρήκε σε δείγμα 241 επιδειξιών ότι, το 32% επιδιδόταν συγχρόνως σε ηδονοβλεπτικές δραστηριότητες, το 30% σε εφαψιομανικές, και το 15% είχε διαπράξει βιασμό. Οι Abel και Osborn (1992), σε δείγμα 118 επιδειξιών, βρήκαν ότι στο 27% συνυπήρχε ηδονοβλεψία, στο 39% παιδοφιλία, στο 17% εφαψιομανία, ενώ το 14% είχε διαπράξει βιασμό. Εχει βρεθεί επίσης ότι το 93% των επιδειξιομανών έχει πάνω από μία παραφιλική διάγνωση, ενώ το 73% έχει πάνω από τρείς παραφιλικές διαγνώσεις. Λειτουργία στην οικογένεια Υπάρχει από παλιά ένας εστιασμός στη δυσλειτουργία της οικογένειας και στο πρώιμο ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης των ατόμων με σεξουαλική παραπτωματική συμπεριφορά. Ενώ αυτό δείχνει να ισχύει σε κάποια περιστατικά παιδοφιλίας, η συσχέτιση σε περιστατικά επιδειξιομανίας δείχνει να είναι χαλαρή. Έχει αναφερθεί υψηλή συχνότητα ιστορικού απουσίας του πατέρα ή κακών σχέσεων με τον πατέρα σε άτομα με επιδειξιομανία (Blair & Lanyon, 1981). Eπίσης, στο 13% έχει αναφερθεί σωματική κακοποίηση και στο 17% σεξουαλική κακοποίηση (Saunders & Awad, 1991), ενώ σε παιδόφιλους ή βιαστές τα ποσοστά σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης κυμαίνονται από 20-30% (Farhenbach, 1986). Ψυχοϊατροδικαστικά θέματα Ερωτήματα που ενδεχόμενα θα μπορούσαν να τεθούν στον κλινικό όπως, "Το έκανε πράγματι;", "Ειναι επιδειξίας;", "Είναι επικίνδυνος;" δυστυχώς φαίνεται ότι δεν θα μπορούσαν εύκολα να απαντηθούν. Σύμφωνα με τη νομοθεσία για να καταδικαστεί κάποιος σαν επιδειξιομανής θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει έκθεση των γεννητικών του οργάνων και συγχρόνως να υπάρχει πρόθεση γιαυτό. Συχνά πραγματοποιείται αυνανισμός στη διάρκεια της έκθεσης. Από την καθημερινή πρακτική γνωρίζουμε ότι οι δράστες αρνούνται το γεγονός, και συνήθως προβάλλουν σαν δικαιολογία το γεγονός ότι ουρούσαν και κάποιος τους αντελήφθη τυχαία. Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν έχει φανεί να υπάρχει κάποιο ξεκάθαρο προφίλ επιδειξιομανούς και συγχρόνως δεν φάνηκε να υπάρχει κάποιος ειδικός τρόπος παρεκκλίνουσας διέγερσης. Επιπλέον, η πρόβλεψη της επικινδυνότητας είναι αρκετά δύσκολη, ενώ είναι σκόπιμο η σκέψη του ειδικού να εστιάζεται σε πρόβλεψη επικινδυνότητας ειδικότερα για βιασμό ή παιδοφιλία. Κάποια παλαιότερα δεδομένα έδειξαν ότι ο κίνδυνος υποτροπής είναι περίπου 40% (Frisbee & Dondis, 1965). Νεώτερες έρευνες από θεραπευτικά κέντρα γνωσιακής-συμπεριφορικής προσέγγισης έδειξαν ποσοστά υποτροπής επιδειξιομανίας από 6% (Maletzky, 1987) έως 48% (Marshall & Barbaree, 1988). Από τις έρευνες αυτές φάνηκε ότι σε ένα διάστημα 57 εβδομάδων υπήρξε υποτροπή στο 47% αυτών που έλαβαν θεραπεία και στο 66% αυτών που δεν έλαβαν. Σε άλλο ψυχοθεραπευτικό πρόγραμμα 770 επιδειξιομανών διάρκειας 1-17 χρόνια, αναφέρθηκε επιτυχία στο 93% (Maletzky,1991). Έχουν βρεθεί κάποιες συσχετίσεις μεταξύ μετρήσεων διέγερσης και υποτροπής σε σεξουαλικούς παραπτωματίες, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν δεδομένα για επιδειξίες (Malcolm et al, 1993). Μέχρι να υπάρξουν νεώτερα και πιο ξεκάθαρα δεδομένα θα ήταν σκόπιμο οι ειδικοί να εστιάζονται περισσότερο σε τρόπους τροποποίησης του περιβάλλοντος, παρά σε προσπάθειες πρόβλεψης. Αυτό εξάλλου είναι το πρότυπο των προγραμμάτων πρόληψης σεξουαλικής παραπτωματικότητας (Pithers,1990).
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Ψυχαναλυτικό Μοντέλο Πυρηνικό συστατικό πολλών ψυχαναλυτικών θεωριών είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και το άγχος ευνουχισμού, ενώ η σχέση του παιδιού με τη μητέρα έχει πάντα βαρύνουσα σημασία. Ο Allen (1990), συνοψίζοντας την αναλυτική βιβλιογραφία, περιγράφει την προδιάθεση για επιδειξιομανία σαν προερχόμενη από την αλληλεπίδραση του παιδιού με μια μητέρα που θέλει να επιβάλλει τον έλεγχο. Παράλληλα, ο πατέρας των επιδειξιών περιγράφεται σαν συναισθηματικά απών και ανίκανος να επιβάλλει όρια. Σαυτό το απλό σχήμα η επιδειξιομανία προβάλλει σαν άμυνα απέναντι στο άγχος ευνουχισμού. Η αντίδραση έκπληξης της γυναίκας-θύματος στη διάρκεια της διάπραξης της επιδειξιομανίας λειτουργεί σαν απόδειξη στον επιδειξιομανή ότι το πέος υπάρχει. Σχετικός επίσης με τις αναλυτικές θεωρίες είναι ο ρόλος του ναρκισσισμού σαν άμυνα απέναντι σε συναισθήματα ανασφάλειας σε μια εύθραυστη αρσενική προσωπικότητα. Μέσα σαυτό το ψυχαναλυτικό πλαίσιο, η επιδειξιομανία εμφανίζεται όταν το ναρκισσιστικό στοιχείο προσβάλλεται μέσα από κάποια απόρριψη ή αποτυχία. Πιθανόν επίσης η δραστηριότητα της επίδειξης να λειτουργεί όχι μόνο σαν απόδειξη ότι το πέος υπάρχει, αλλά και σαν τρόπος επιβεβαίωσης της ανδρικής ταυτότητας και της αίσθησης δύναμης και κυριαρχίας, ενώ σε μερικές περιπτώσεις σαν έκφραση θυμού απέναντι στις γυναίκες. Οι Langevin et al (1979), έκαναν μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να διερευνήσουν το ρόλο του ναρκισσισμού χρησιμοποιώντας πληθυσμιογραφία πέους. Υπέθεσαν ότι οι επιδειξιομανείς θα έδειχναν αυξημένη απαντητικότητα σε ηχογραφημένα ερεθίσματα γυναίκας που δείχνει να θαυμάζει το πέος τους. Τα αποτελέσματα όμως έδειξαν ότι δεν υπήρξαν διαφορές σε σύγκριση με τους φυσιολογικούς, και επιπλέον δεν βρέθηκαν ελλείψεις στο ρόλο της ανδρικής ταυτότητας όταν χρησιμοποιήθηκαν δομημένα ερωτηματολόγια. Συμπεριφορικά-Γνωσιακά Μοντέλα Οι πρώιμες συμπεριφορικές θεωρίες για την ανάπτυξη παρεκκλινόντων σεξουαλικών προτύπων εστιάστηκαν αρχικά στη θεωρία της ενεργητικής ή κλασσικής εξάρτησης. Οι Rachman & Hodgson (1968), δείχνοντας σε δείγμα φυσιολογικών ατόμων εικόνες με γυναικείες μπότες και εικόνες με γυμνές γυναίκες οδήγησαν σε αυξημένη σεξουαλική διέγερση όταν αργότερα σαν ερέθισμα ήταν μόνο οι μπότες, δημιουργώντας έτσι έμμεσα ένα φετιχιστικό αντικείμενο. Άλλοι ερευνητές απέτυχαν να επαναλάβουν το πείραμα αυτό, υπέθεσαν όμως τη σπουδαιότητα του αυνανισμού στην ανάπτυξη παραφιλικού προτύπου, θεωρώντας ότι ο επαναλαμβανόμενος συνδυασμός οργασμού μέσω αυνανισμού με ένα παραφιλικό ερέθισμα μπορεί να οδηγήσει σε εξαρτημένη διέγερση. Δίνοντας έτσι μεγαλύτερη έμφαση στη φαντασίωση, βρέθηκε ότι, τα άτομα που απέτυχαν να θεραπευτούν με θεραπεία αποστροφής με ηλεκτρικό σοκ ήταν τα άτομα που είχαν τα υψηλότερα επίπεδα αποκκλίνουσας φαντασίωσης κατά τον αυνανισμό (Evans, 1970). Αυτό υποστηρίζει την ύπαρξη μηχανισμών εξάρτησης, υποδεικνύοντας ότι άτομα που αυνανίζονται συχνά μέσω επιδειξιομανικών φαντασιώσεων αναμένεται ότι θα έχουν ισχυρότερη εξαρτημένη απάντηση και επομένως μεγαλύτερη δυσκολία στην απόσβεση της εξάρτησης. Οι Marshal et al (1991), βρήκαν ότι οι επιδειξίες δείχνουν μεγαλύτερη ένταση στη διέγερση σε σκηνές επιδειξιομανίας και χαμηλότερη σε σκηνές ετεροσεξουαλικού σεξ, σε σχέση με τους φυσιολογικούς. Οι επιδειξίες όμως είχαν διπλάσιο αριθμό διεγέρσεων με σκηνές ετεροσεξουαλικού σεξ σε σχέση με σκηνές επιδειξιομανίας. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι οι επιδειξίες απαντούν εντονότερα σε ερεθίσματα επιδειξιομανικού τύπου σε σχέση με τους φυσιολογικούς, αλλά η διέγερση είναι μεγαλύτερη σε ετεροσεξουαλικού τύπου ερεθίσματα. Αυτό οδηγεί στο να υποθέσουμε ότι οι επιδειξίες παρουσιάζουν έλλειψη αναστολής στα επιδειξιομανικά ερεθίσματα, αλλά δεν δείχνουν κατ'ανάγκη προτίμηση σαυτά. Με βάση τα δεδομένα αυτά, οι ίδιοι ερευνητές επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν την "εξίσωση της απόκκλισης" για τη διάγνωση της επιδειξιομανίας. Πρόκειται για τον λόγο της διέγερσης σε αποκκλίνοντα ερεθίσματα σε σχέση με τη διέγερση σε μη-αποκκλίνοντα ερεθίσματα. Βρέθηκε ότι μόνο 13,6% των επιδειξιών είχαν εξίσωση πάνω από 0,8, σημείο που βρέθηκε να διαχωρίζει τους παιδεραστές. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας το κριτήριο του 30% της πλήρους στύσης μετά από έκθεση σε αποκκλίνοντα ερεθίσματα, μόνο 34% των επιδειξιομανών ταξινομήθηκαν σαν έχοντες αποκκλίνοντα προτίμηση. Γενικά, οι συμπεριφορικές-γνωσιακές θεωρίες είχαν σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη ψυχοθεραπευτικών τεχνικών. Η υπόθεση όμως ότι η εξαρτημένη παρεκκλίνουσα σεξουλική διέγερση ευθύνεται για ένα μεγάλο μέρος αυτής της παραμέτρου, είναι μάλλον χαλαρή. Θεωρία διαταραχών ερωτικής σχέσης (Courtship disorders) Ο Freund (1990), πρότεινε τον διαχωρισμό της ανθρώπινης φυσιολογικής σεξουαλικής σχέσης σε τέσσερα στάδια. 1. Στον εντοπισμό του/της συντρόφου, 2. Στην προ της αφής (pretactile) συσχέτιση, 3. Στην συσχέτιση μέσω της αφής (tactile), και 4. Στη γεννητική συνένωση. Με βάση τη θεωρία αυτή οι διαταραχές της ερωτικής σχέσης είναι η ηδονοβλεψία, η επιδειξιομανία, η εφαψιομανία και ο preferential βιασμός. Κάθε διαταραχή αποτελεί διαστροφή κάθε μιας από αυτές τις φάσεις. Η επιδειξιομανία αποτελεί διαταραχή της δεύτερης φάσης. Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην κατανόηση της συνύπαρξης παραφιλικών καταστάσεων, αλλά και στην ανάπτυξη αιτιολογικών υποθέσεων. Οι Freund et al (1983), χρησιμοποιώντας τη φαλλομετρική τεχνική βρήκαν ότι, τα άτομα με κάποια διαταραχή ερωτικής σχέσης, ακόμα και όταν αρνούνταν για την ύπαρξη κάποιας δεύτερης διαταραχής, έδειξαν να διεγείρονται περισσότερο σε ερεθίσματα αυτής της δεύτερης διαταραχής σε σχέση με τους φυσιολογικούς. Οι Marshal et al (1991), βρήκαν ότι οι επιδειξίες είχαν αυξημένη απαντητικότητα σε ετεροσεξουαλικά ερεθίσματα, γεγονός που υποδεικνύει φυσιολογική λειτουργικότητα στην προ της αφής φάση. Τα αντικρουόμενα αυτά αποτελέσματα μπορεί να οφείλονται στο γεγονός ότι τα ερεθίσματα δεν ήταν πανομοιότυπα. Ερωτηματικό επίσης παραμένει το εάν κάποιες παραφιλικές διαταραχές τείνουν να συνυπάρχουν σταθερά ή εάν μία παραφιλική διαταραχή μπορεί να προκαλεί μία γενικότερη σεξουαλική ανωμαλία. Νευρολογικά ευρήματα Έγιναν αρκετές προσπάθειες να συνδεθεί η αποκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά με εγκεφαλική δυσλειτουργία, και ιδιαίτερα με δυσλειτουργία του κροταφικού λοβού. Παλαιότερες έρευνες έδειξαν ότι περισσότερα από τα μισά των ατόμων με διαταραχές στο κροταφικό λοβό παρουσίαζαν υποσεξουαλικότητα, αν και σε μερικές περιπτώσεις επιχειρήθηκε συσχέτιση μεταξύ δυσλειτουργίας κροταφικού λοβού και παραφιλίας (Blumer, 1970). O Flor-Henry (1987), με τη βοήθεια νευροψυχολογικών τεστ, βρήκε σημαντικές διαφορές στην αριστερή μετωποκροταφική λειτουργικότητα των παραφιλικών γενικά, αλλά και των επιδειξιών ειδικότερα. Παρόμοια, αναλυόμενο σε υπολογιστή ηλεκτροεφκεφαλογράφημα επιδειξιών, τόσο στη διάρκεια του τεστ όσο και στη διάρκεια ηρεμίας, έδειξαν αριστερή ημισφαιρική δυσλειτουργία. Γεγονός πάντως είναι ότι η πλειονότητα των ατόμων με κροταφική επιληψία δεν παρουσιάζουν επιδειξιομανία, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το συχνότερο σύμπτωμά τους είναι η υποσεξουαλικότητα. Στο μέλλον, η μαγνητική τομογραφία (ΜRI) και η τομογραφία με εκπομπή ποζιτρονίου (PET), μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες στη μελέτη διαταραχών του κροταφικού λοβού, και ίσως στον εντοπισμό κάποιας υπο-ομάδας επιδειξιών που να σχετίζεται με κροταφική δυσλειτουργία (Murphy, 1997). Ορμονολογικά ευρήματα Παρόλες τις ισχυρές ενδείξεις ότι τα επιπεδα τεστοστερόνης στους άνδρες σχετίζονται με τη σεξουαλική επιθετικότητα, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για ισχυρή συχέτιση σε σεξουαλικούς παραπτωματίες (Langevin, 1988). Στη βιβλιογραφία υπάρχουν σπάνιες αναφορές σε επιδειξίες που αφορούν σεξουαλικές ορμόνες. Εξάλλου, τα επίπεδα ορμονών όπως η τεστοστερόνη, η LH, και η FSH, αποτελούν μόνο την μία όψη της πραγματικής εικόνας, αφού η πυκνότητα και η ευαισθησία των υποδοχέων ίσως έχουν τελικά μεγαλύτερη σημασία. Μία μελέτη που εξέτασε τα επίπεδα ορμονών σε επιδειξιομανείς και μη-σεξουαλικούς παραπτωματίες βρήκε ότι οι δεύτεροι είχαν χαμηλότερα επίπεδα οιστραδιόλης και τεστοστερόνης αλλά υψηλότερα επίπεδα ελεύθερης τεστοστερόνης (Lang et al, 1989).
ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Συχνά οι δράστες αρνούνται, ελαχιστοποιούν ή διαστρέφουν το γεγονός της σεξουαλικής τους δραστηριότητας. Για το λόγο αυτόν, πριν από την συνέντευξη με τον δράστη, είναι σκόπιμο να αποκτηθούν όσο γίνεται περισσότερες πληροφορίες από το αστυνομικό δελτίο, προηγούμενες ιατρικές ή ψυχιατρικές βεβαιώσεις, ή οποιεσδήποτε αναφορές υπηρεσιών. Δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής κάποια δομημένη συνέντευξη για σεξουαλικούς παραπτωματίες και ο κάθε κλινικός ακολουθεί έναν δικό του τρόπο προσπέλασης. Συνήθως απαιτούνται 2-3 ώρες συνέντευξης, χωρισμένες με διαλείμματα. Οι δράστες παρουσιάζονται συνήθως αμυντικοί, απομωνομένοι, και θυμωμένοι. Ψυχιατρική εξέταση: Εμφάνιση: Έχει ο δράστης όψη ασθενούς; Ειναι ανοικτός ή κλειστός; Έχει καλή βλεμματική επαφή; Επίπεδο συνείδησης-αντίληψης: Έχει αντίληψη των γεγονότων και της συμπεριφοράς του; Έχει καλό προσανατολισμό; Είναι σε θέση να συμμετάσχει στις δικαστικές διαδικασίες; Είναι σε θέση να υπογράψει ενήμερη συγκατάθεση για θεραπεία; Συναίσθημα: Είναι το συναίσθημα του δράστη πρόσφορο; Ποιό το επίπεδο ενσυναισθησίας (empathy) απέναντι στο θύμα; Υπάρχουν τύψεις ή ενοχές; Δομή και Περιεχόμενο Σκέψης: Υπάρχουν σημεία διαταραχής της σκέψης, όπως, διαταραχή του ειρμού ή ιδέες αναφοράς; Σχετίζονται αυτά με τη σεξουαλική του δραστηριότητα; Υπάρχουν αυτο- ή ετεροκαταστροφικές σκέψεις; Γνωσιακό περιεχόμενο: Πιστεύει ο δράστης ότι η συμπεριφορά του είναι βλαπτική; Γνωρίζει το γιατί; Υπάρχουν συγκεκριμένες γνωσιακές διαστροφές; Τι πιστεύει σχετικά με την έναρξη θεραπείας; Τα παρακάτω ευρήματα από τη βιβλιογραφία, που αφορούν τη δράση των επιδειξιών, θεωρούνται αρκετά χρήσιμα : Σε σχέση με τη δράση των άλλων σεξουαλικών παραπτωματιών, οι επιδειξίες, 1. Eίναι πιο συχνό να αποκρύπτουν τη δράση τους (McConaghy, 1993). 2. Είναι λιγότερο συχνό να πιστεύουν ότι έχουν βλάψει το θύμα τους (Cox & Maletzky, 1980), 3. Είναι περισσότερο συχνό να αρνούνται τη συνύπαρξη και άλλων παραφιλιών (McConaghy et al, 1988), 4. Είναι πιο συχνό να έχουν διαπράξει και άλλα σεξουαλικά εγκλήματα (Freund & Blanchard,1986) Ψυχολογικά τεστ, Ερωτηματολόγια Παρά το γεγονός ότι υπάρχει τεράστιος όγκος δεδομένων σχετικά με ψυχολογικά τεστ σε σεξουαλικούς παραπτωματίες, δεν υπάρχει καμία έρευνα σε επιδειξιομανείς σαν ξεχωριστή κατηγορία. Ανάμεσα στα συχνότερα χορηγούμενα ψυχολογικά τεστ σε σεξουαλικούς παραπτωματίες είναι το Minnesota Multiphasic Personality Inventory (MMPI-2), το οποίο όμως δεν έδειξε κάποια ιδιαίτερη διακριτική ικανότητα (Kalichman, 1991). Το Multiphasic Sex Inventory (MSI), έδειξε κάποιες διακριτηκές ικανότητες (Schlank, 1995), ενώ παρόμοιες ικανότητες έδειξε και το Sexual Offender Treatment Rating Scale (SOTRS), που όμως φαίνεται πιο χρήσιμο για παρακολούθση της πορείας της θεραπείας (Αnderson et al, 1995). Η έλλειψη ερευνών εκτίμησης αποκλειστικά σε επιδειξιομανείς αποτελεί έκπληξη δεδομένου ότι η ομάδα αυτή αποτελεί την πρώτη ή δεύτερη μεγαλύτερη από τους σεξουαλικούς παραπτωματίες που παρακολουθούνται σε θεραπευτικά κέντρα. Η άποψη ότι δεν πρόκειται για βίαιο έγκλημα ίσως είναι ο κύριος παράγοντας αυτου του φαινομένου. Παρόλα αυτά, έχει βρεθεί ότι τα θύματα της επιδειξιομανίας υποφέρουν το ίδιο με τα θύματα βιασμού, παρουσιάζοντας εφιάλτες, μειωμένη λίμπιντο, και δυσκολία εμπιστοσύνης στους άνδρες (Cox & Maletzky, 1980). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί η άποψη των Marshal & Hall (1995), σχετικά με τη χρησιμότητα των τεστ προσωπικότητας στους σεξουαλικούς παραπτωματίες, που υποστηρίζουν ότι, όχι μόνο δεν διαχωρίζουν ικανοποιητικά τις ομάδες των παραπτωματιών μεταξύ τους, αλλά συχνά δεν τους διαχωρίζουν από τους μη-παραπτωματίες. Κλίμακες βαθμολόγησης Προβλήματα αναξιοπιστίας εμφανίστηκαν επίσης όταν ζητήθηκε από τους σεξουαλικούς παραπτωματίες να βαθμολογήσουν τη σεξουαλική τους έλξη. Οι επιδειξιομανείς έχουν αρκετούς λόγους να υποβαθμίσουν τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις και πράξεις. Οι Chiavi et al (1979), δεν βρήκαν αξιοπιστία σε πάνω από 50 αυτοχορηγούμενες κλίμακες που δόθηκαν σε ποικίλους σεξουαλικούς παραπτωματίες. Ένας τύπος βαθμολόγησης που χρησιμοποιήθηκε για να εκτιμήσει σεξουαλική προτίμηση είναι η χρησιμοποίηση καρτών οι οποίες περιέχουν ποικίλες σεξουαλικές σκηνές. Οι δράστες βαθμολογούν την ένταση τηε σεξουαλικής διέγερσης που προκλήθηκε. Αν και έγινε προσπάθεια να τυποποιηθούν οι κάρτες αυτές (Farrenkopf, 1984), τελικά, οι κλινικοί προτιμούν να χρησιμοποιούν o καθένας διαφορετικές, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει ανακοινωθεί αξιοπιστία χορήγησης-επαναχορήγησης ή εσωτερικής συνοχής. Σε μια διαφορετική τεχνική, ο θεραπευτής ζητάει από το άτομο να καταγράφει κάθε μέρα τις σεξουαλικές πράξεις, φαντασιώσεις, επιθυμίες και αυνανισμούς, ενώ παράλληλα του ζητείται να βαθμολογεί τη σεξουαλική ευχαρίστηση αυτών των γεγονότων. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται ιεράρχηση των θεμάτων για θεραπεία. Η μη αξιοπιστία όμως των απαντήσεων δημιουργεί προβλήματα και στην τεχνική αυτή. Μία νέα τεχνική εκτίμησης αφορά αποκκλίνουσες σεξουαλικές σκηνές που προβάλλονται σε κομπιούτερ και ο εξεταζόμενος ζητείται να βαθμολογήσει την επιθυμία του σαυτές (Abel, 1999). Παραλλαγή της τεχνικής αυτής είναι το τεστ χρόνου παρακολούθησης (viewing reaction time), που βασίζεται στον έμμεσο τρόπο εκτίμησης της επιθυμίας υπολογίζοντας τον χρόνο παρακολούθησης μιας παρεκκλίνουσας σκηνής (Wright & Adams). Η νέα αυτή μέθοδος δεν έχει μέχρι στιγμής εφαρμοστεί σε επιδειξίες. Πληθυσμιογραφία πέους Αυτή η ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος εκτίμησης της σεξουαλικής επιθυμίας μετράει τις αλλαγές μεγέθους του πέους μετά από έκθεση σε σεξουαλικά ερεθίσματα. Ο τρόπος παρουσίασης του ερεθίσματος μπορεί να ποικίλει, για παράδειγμα, μπορεί να περιλαμβάνει σεξουαλικές σκηνές σε γραφικές παραστάσεις, βιντεοταινίες, ή σεξουαλικές σκηνές που διαβάζονται από τον θεραπευτή ή τον ίδιο τον δράστη. Ερώτημα παραμένει ποιό είναι το ερέθισμα εκείνο που μπορεί να διαφοροποιήσει τους επιδειξίες από τους άλλους παραπτωματίες. Οι ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει σκηνές επίδειξιομανίας, όπως, μία γυναίκα που περπατάει μόνη σε έναν άδειο δρόμο. Τά αποτελέσματα δεν ήταν ενθαρρυντικά (Maletzky, 1991), ενώ περισσότερο ενθαρυντικά ήταν τα αποτελέσματα όταν το ερέθισμα ήταν ακουστικό (Maletzky, 1980). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δείγμα των επιδειξιών που έχει ερευνηθεί μέχρι στιγμής είναι ειδικό, συγκεκριμένα είναι δράστες που έχουν συλληφθεί και επιπλέον, δεν έχει γίνει διαχωρισμός αυτών που δείχνουν προτίμηση έκθεσης σε παιδιά. Πρόβλημα επίσης θεωρείται η μεγάλη συχνότητα συνύπαρξης και άλλων παραφιλικών διαταραχών, που κυμαίνεται από 20-80% (Freund & Watson, 1990). Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 50% των επιδειξιών διαφεύγουν από την εξέταση της πληθυσμιογραφίας, παρουσιάζοντας ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, είτε κατορθώνοντας να καταπιέσουν τη στύση, είτε μη μπορώντας να έχουν στύση σε συνθήκες εργαστηρίου. Θετικό είναι το γεγονός ότι είναι λίγα τα περιστατικά ψευδώς θετικής απάντησης, τα οποία όμως δείχνουν μία ευρύτερη απαντητικότητα. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, οι έφηβοι επιδειξίες δείχνουν μεγαλύτερη απαντητικότητα σε σκηνές έκθεσης, σε σχέση με ενήλικες επιδειξίες (Kaemingk et al, 1995). Συμπερασματικά, η πληθυσμιογραφία πέους παραμένει αβέβαιη μέθοδος ανίχνευσης παρεκκλίνουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς, και ειδικότερα επιδειξιομανικής συμπεριφοράς, ακόμα και από τους πλέον αισιόδοξους ερευνητές. Πιθανόν να παρουσιάζει σημαντικότερη χρησιμότητα στην παρακολούθηση της πορείας της θεραπείας επιδειξιομανικών ατόμων, παρά στη διαγνωστική εκτίμηση αυτών (Maletzky, 1991). Πολυγραφική μέθοθος Ακόμα πιο αντικρουόμενα είναι τα αποτελέσματα με τη χρήση της πολυγραφικής μεθόδου ή όπως αλλιώς, και μάλλον ατυχώς λέγεται, ανιχνευτής ψεύδους. Στη διάρκεια αυτής της εξέτασης το άτομο υπόκειται σε ποικίλες ερωτήσεις σε θέματα σεξουαλικής παρέκκλισης, ενώ συγχρόνως παρακολουθούνται οι σφυγμοί, η αρτηριακή πίεση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα, και η γαλβανική αντίδραση του δέρματος (Abrams, 1991). Δεοντολογικά θέματα που ανακείπτουν με τέτοιες μεθόδους περιμένουν την απάντησή τους.

http://www.obrela.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails