Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ.


Mια φορά και έναν καιρό ο θεος αποφασισε να γεννησει εναν φυλακα αγγελο. μεσα σε μια κοινωνια σαν την δικια μας η οποια κατατρεχεται απο καχιποψια, πονηρια, κοινονικη αδιαφορια, διαταραγμενη εκφραση συναισθηματος, απροσωπες σχεσεις, ψυχικη απομονωση καθως και ολα αυτα τα χαρακτιρηστικα που μας προσφερει ο αρρωστημενος, ξεφρενος ρυθμος της κοινωνιας μας. σ αυτον λοιπον τον κοσμο στον οποιο ζουμε εμεις σημερα γεννηθικε ενα φυλακας αγγελος. θλιμενος οπως μια αυγουστιατικη βροχη που ξερει οτι κανεις δεν την θελει στις
καλοκαιρινες του διακοπες. ενας φυλακας αγγελος που ειχε ως σκοπο να βρει την ψυχη εκεινη που θα τον αγγαλιαζε κ θα αφεινοτανε στα χερια τηs. αλωστε ενας φυλακας αγγελος για πιο λογο να γεννηθει αν δεν εχει δυπλα του το αλλο του μισο?
μονος αναμεσα σε ανθρωπους γνωστους κ αγνωστους, αναμεσα σε φιλους, συγγενεις και ερωτες. αναμεσα σε πληθος ανθρωπων που προσπαθουσαν να τον κανουν να γελασει. ματαια ομως. οσο περνουσαν οι μερες, οι μηνες, τα χρονια το κενο που ριζωνε μεσα του μεγαλωνε, ανθιζε. ενα κενο που τον πλιμιριζε αβασταχτο πονο. σαν φυλακας αγγελος ειχε ενα και μονο σκοπο. να βρει την ψυχη εκεινη που 8α ελουζε με ευτηχια την ζωη του. θα εδεινε νοημα υπαρξης και στους δυο. μια ψυχη στην οποια θα διοχετευε ολες τις γνωσεις της ευτυχιας. ολες εκεινες τις
σκεψεις που θα τους εδενε με αιωνια δεσμα αγαπης, στοργης, τριφεροτητας, ασφαλειας. θα τους μεταμορφωνε σε δυο αετους που μαζι θα πεταγανε ψηλα, τοσο ψηλα ωστε απο κει να φαινονται ολα τοσο ασημαντα. σε εναν τοπο οπου θα υπηρχαν μονο αυτοι οι δυο και ολοι οι αλλοι θα ερχοτανε δευτεροι.
-κοιτα κατω?
-να δω τι?
-ποσο περιφρονιτικο μπορει να γινει το βλεμμα μας.
-αυτο δεν αξιζουν ολοι οσοι δεν εχουν αισθανθει τα συναισθηματα που εμεις ζουμε?
με αυτην την σκεψη καθε βραδυ τον επαιρνε ο υπνος. δινοντας του την ελπιδα οτι καποτε το ονειρο του θα πραγματοποιηθει.
οσπου μια μερα του μαρτη, μηνας της ανοιξης, μηνας της ανθισης και της ελπιδας, ειρθε μια θεεικη φιγουρα με τον πιο παραξενο τροπο που μπορει να ερθει. γεννημενη απο το παρελθον, βγαλμενη απο εναν προηγουμενο αιωνα. και ολα αλαξανε. ολα πειραν ενα χρωμα μεθισμενου ουρανου που με κλαμμα αποχερετα τον κοκκινο ηλιο στην αγγαλια της θαλασσας. ειρθε να φερει νοημα υπαρξης. τι παραξενο ομως? εφερε την αισθηση της υπαρξης χωρις η ιδια να εχει σαρκα και οστα. μονο φωνη. μια μαγευτικη φωνη ωραιοτερη απο αυτην των σειρηνων που με τοση
ευλαβια ακουσε ο Οδυσεας. και ετσι περνουσαν οι μερες, οι μηνες και ο φυλακας αγγελος δεν ειχε τιποτε αλλα πια στο μυαλο του. ενιωθε ζωντανος πλιμιρισμενος απο δακρυα ευτυχιας.
περασε η ανοιξη, περασε το καλοκαιρι και μια μαυρη νυχτα του χειμωνα, μια νυχτα παγερη ενιωσε την καδια του να πεθαινει. σαν το σπουργιτι στην γωνια του δρομου που ξεψυχουσε πεσμενο αναμεσα στα χιονια, σε εναν ταφο λευκο απο χωμα χιονιου. ηταν μια νυχτα αφιερωμενη στον χαρο. ειρθε, ειδε, ζηλεψε, και πειρε μαζι του την ζωη του ποθου του.
-γιατι ο θεος να θελησε τοσο πολυ να πικρανει εναν φυλακα αγγελο που ποτε δεν εκανε κακο σε κανεναν. γιατι? τι να εχεI στο μυαλο του αραγε?
και ο θεος γυρισε και τον κοιταξε. χαμογελασε και τον τιλιξε σε εναν υπνο ζεστο. προσφεροντας του ενα γλυκο ονειρο. καποιος ειρ8ε και κουρνιαστικε δυπλα του και το πρωι πριν ξυπνισει ο επισκεπτης εφυγε αφεινοντας λιγα πουπουλα δυπλα του να μαρτιρισουνε τιν υπαρξη του. αν και σπουργιτι γυρισε τον κοιταξε, τον φιλισε απαλα και πεταξε μακρια ξεχνοντας οτι το προηγουμενο βραδυ κιτονταν νεκρο σκεπασμενο απο το χιονι.
το πρωινο εκεινο δεν ηταν σαν τα αλλα πρωινα. εμοιαζε ελπιδοφορο. στο μυαλο του μεσα το κρυο εφυγε και μια αχνη ηλιαχτιδα αγγιξε τα ανοιχτοχρωμα μαλια του. η υπαρξη που πριν λιγο καιρο τον αφησε και πειρε τον δρομο προς τον Αδη μεταμορφοθηκε. αλαξε πνευμα. αλαξε σκεψη, αλαξε φωνη, χαμογελο και δακρυ. μεταμορφοθηκε σε κατι ακομη πιο ξενο. κατι πιο αοριστο που ομως του εδωσε δυναμη να παλεψει για να την γνωρισει.
-ολα για καποιο λογο γινονται...
ελεγε και ξανα ελεγε στο εαυτο του. μπορει να μην αντιλιφθηκε την ανασταση του μικρου σπουργιτιου αλλα ενιωσε μεσα του οτι ο θεος το βραδυ εκεινο του εδωσε την απαντηση.
δεν ενιωθε αδυναμος τωρα. το μονο που ειχε στο μυαλο του ηταν η υπαρξη που τοσο ηθελε να γνωρισει. και την γνωρισε το ιδιο παραξενα οπως την πρωτη φορα. μα υπηρχε μια μεγαλη διαφορα. η απουσια της τολμης. ηταν εμφανεστατη. μια υπαρξη τοσο ομορφη που ομως δεν ειχε ιχνος τολμης μεσα της.
-θα επιμεινω. πρεπει να επιμεινω. δεν μπορω να την αφεισω να φυγει ετσι.
σκεφτοτανε και ξανα σκεφτοτανε και επεμενε. μα ματαια.
- η ζωη ανηκει στους τολμηρους
ελεγε και ξανα ελεγε και καθε φορα που απογοητευοτανε ο θεος με την αχνα του μια ζεστη ανασα που ο καθενας μας εχει αισθανθει τον γεμιζε ελπιδα και θαρος.
οσπου μια μερα εγεινε ενα μικρο θαυμα. μια βαναυση εχθροτητα του παρελθοντος, ενας αυστιρος τιμωρος, ενας τυρανος που δακρυ ποτε δεν εριξε, ενας μαρμαρινος ιπποτης που μονο να σκοτωνει ξερει με κοφτερο μαχερι που καποτε του πληγωσε την αρωστη καρδια του ειρθε σαν αγγελος γεννημενος απο τα ομορφοτερα μερη του παραδεισου, εκει που ο παραδεισος αφυνει να τον επισκεφτουν μονο οι αγνωτεροι των αγνων. οι ομορφοτεροι των ομορφων, οι σπουδεοτεροι των σπουδεων, οι πιο γενεοδωρες ψυχες των ανθρωπων. ειρθε και τον αγγαλιασε και
ορκιστικε να του διξει τον δρομο προς την ευτυχια. ισως ετσι να ζητουσε και ο ιδιος εξυλεωση για το κακο που καποτε του ειχε κανει.
-το ξερα οτι μ'αγαπαει κατα βαθος. το ξερα ακομη και τοτε που με σκοτωνε οτι εχει αγαπη μεσα του. απλα δεν ηξερε πως να μου την διξει.
σκεψεις, σκεψεις. αλωστε ενας φυλακας αγγελος πως αλιως θα μπορουσε να σκεφτει?
-εγω ειμαι εδω για σενα.
του ειπε ο αλωτε τυρανος.
-μην στεναχωριεσαι. θα της μηλισω εγω για σενα. ετσι θα νιωσω δυνατοτερος μεσα μου. ετσι θα βοηθισω και σενα να βρεις τον σκοπο σου σαν φυλακας αγγελος και μενα να ελευθερωθω απο την καλοσυνη που μου εδηξες τοτε που εγω σε σκοτωνα. θελω να δωσω και στην υπαρξη σου την ευκαιρια να γνωρισει το ποσο ομορφος ανθρωπος εισαι, γιατι αυτο πιστευω για σενα, και να σε λατρεψει. οπως σε λατρεψα και γω.
θα αναρωτηθειτε τι απεγινε στο τελος αυτου του παραμυθιου. δεν εχω απαντηση να σας δωσω. συνηθως τα παραμυθια τελειωνουν ομορφα. για μενα η ομορφια αυτου του παραμυθιου ειναι η αγαπη που μπορει να νιωσει ενας ανθρωπος που μετανιωνει για κατι κακο που εκανε. φανταστιτε ποσο διαφορετικοι θα ημασταν ολοι μας αν ειχαμε την δυναμη να μετανιωνουμε και να διορθωνουμε τα λαθη μας αγγαλιαζοντας τον αλλον. αλωστε ποιος απο μας δεν εχει κανει εστω και ενα μικρο κακο?
ισως το τελος αυτου του παραμυθιου ναι ειναι ενας πινακας ζωγραφικης κρεμασμενος σε μια βιτρινα πολυτελεστατης γκαλερης αναπαριστανοντας τρεις ανθρωπους να πινουν καφε σε ενα μπαρακι καθισμενοι εξω, με τον ηλιο να λουζει τα σωματα τους , τα προσωπα τους χαμογελαστα να μοιραζουν στους περαστικους την ζωντανια τους, με το ανεμελο βλεμμα τους να θυμιζει παιδια που κανουν ονειρα για μια ευτυχια που επροκειτο να ερθει και τον θεο να τους κοιταζει περηφανος απο ψηλα και να δακριζει.

ΠΕΤΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ-ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΟΣ-email

πηγη....http://psixologikosfaros.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails